- υλίδιο
- το, Νχημ. συνοπτική ονομασία διπολικών ιόντων τα οποία σχηματίζονται κατά την απομάκρυνση ενός ατόμου υδρογόνου συνδεδεμένου με ένα άτομο άνθρακα μιας βάσης ή ενός άλατος τού τεταρτοταγούς αμμωνίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ylid].
Dictionary of Greek. 2013.